Παρασκευή 21 Ιουνίου 2013

Τίποτα δε σου ζητάω.....





Το μούδιασμα, το σκίρτημα, το ολόκληρο.
Κι εκείνο το μαζί το αληθινό, που δεν διεκδικεί παρά μόνο δίνει, που κρατάς το χέρι του άλλου και παίρνει το σχήμα του δικού σου και δεν πληγιάζει απ’το σφίξιμο και τα θέλω. Κι εκείνη η αγάπη που σε κάνει να πετάς ελεύθερος και να είσαι εσύ για να μπορείς να δίνεις το εγώ σου χωρίς να φοβάσαι πως όλα θα σκορπιστούν ξαφνικά σε χίλιες μεριές σα νεραϊδόσκονη.
Τίποτε δε θα χαθεί, ακούς;

«Όλα θέλω να στα δώσω...» του’πε ένα βράδυ στο τηλέφωνο. «Μα δεν μπορώ, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς...» Αυτό το αλλιώς που όλα τα κάνει αλλιώτικα, αλλιώς από τα άλλα που ονειρεύεσαι και πρέπει να μάθεις να ζεις με αυτά τα αλλιώτικα κι όχι με τ’άλλα που λατρεύεις και σε κάνουν να περπατάς ολόφωτος και να χαμογελάς στο μετρό ανάμεσα σε αγουροξυπνημένα, κατσούφικα πρόσωπα και να κρατάς το ρυθμό με το πληγωμένο σου πόδι ακούγοντας μουσικές που ονειρεύεσαι ν’αφιερώνεις μερόνυχτα στην ηλιαχτίδα σου.
«Όλα θέλω να στα δώσω...» του’πε ένα βράδυ στο τηλέφωνο. «Μα δεν μπορώ, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς...»
«Τίποτε δε σου ζητάω...» της είπε κι η φωνή του σα να’σπασε λίγο. 
«Ξέρω...» της είπε και κατέβασε το ακουστικό. Ήξερε. Απ’την αρχή. Μα πώς ν’αρνηθεί το φως;

Τίποτε δε σου ζητάω έγραψε σ’όλους τους τοίχους.
Τίποτε δε σου ζητάω της ζωγράφισε μέσα σε μια καρδιά.
Τίποτε δε σου ζητάω της έλεγε κάθε βράδυ πριν αποκοιμηθεί.
Τίποτε δε σου ζητάω έγραψε στην καρδιά της.
Όλα ήθελε να του τα πει. Ν’ακούσει τα λόγια της, την καρδιά της, πώς ένιωθε, τι θα’θελε, γιατί τον αγαπούσε τόσο. Όλα τα’θελε, μα τίποτε δε θα της ζητούσε.
Μια μέρα ξύπνησε και ήταν όλα αλλιώς.
Το ‘νιωσε ‘κείνη. Είδε το βλέμμα του μουντό. Κατάλαβε πως είχε έρθει ώρα να φύγει απ'τη ζωή της. Συννέφιασε κι εκείνη.
«Πες μου...» του είπε. «Πες μου, τι μου ζητάς...»
«Να μην πάψεις ποτέ να μου λες ‘σ’αγαπώ, μη ξεχνάς.’ Κι ας είναι όλα αλλιώς...»
«Σ'αγαπώ, μη ξεχνάς...» 


1 σχόλιο: